οἰκέτις

οἰκέτις

οἰκέτις, ιδος, ἡ, fem. zu οἰκέτης; περιστερὰν ἐφέστιον οἰκέτιν τε, Soph. frg. 745; Sklavinn, γυνή, Eur. El. 104; Luc. Philopatr. 17; aber Theocr. 18, 38 Hausfrau.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικέτις — οἰκέτις και οἰκέτισσα, ἡ (Α) βλ. οικέτης …   Dictionary of Greek

  • οἰκέτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετίδων — οἴκετις Aër. fem gen pl οἰκέτις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέτιδας — οἴκετις Aër. fem acc pl οἰκέτις fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέτιδες — οἴκετις Aër. fem nom/voc pl οἰκέτις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέτιδι — οἴκετις Aër. fem dat sg οἰκέτις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέτιδος — οἴκετις Aër. fem gen sg οἰκέτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέτιν — οἰκέτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ενοικέτις — ἐνοικέτις, η (Α) [οικέτις] η ένοικος, η κάτοικος …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԱԽԻՆ — (խնոյ, ով կամ աւ. նայք, նայց կամ նաց, կամ նանց, նովք. եւ նեայք, եայց, եօք.) NBH 1 0031 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c գ. δούλη , θεράπαινα, παιδίσκη, οἱκέτις ancilla, serva, famula Նաժիշտ. աղջիկ կամ կին սպասաւոր ʼի տան՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”