- οἰκάριον
οἰκάριον, τό, dim. von οἶκος, Häuschen, Zimmerchen, Lys. frg. bei Poll. 9, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκάριον, τό, dim. von οἶκος, Häuschen, Zimmerchen, Lys. frg. bei Poll. 9, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικάριον — οἰκάριον, τὸ (Α) [οίκος] οικίσκος, μικρό βοηθητικό οίκημα δίπλα στο κύριο κτίσμα, παράσπιτο («εἰς τὸ οἰκάριον τὸ ὄπισθε τῆς γυναικωνίτιδος», Λυσ.) … Dictionary of Greek
οἰκάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek