- οἰκο-θαλής
οἰκο-θαλής, ές, Tim. lex. Plat. ἀμφιϑαλής, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκο-θαλής, ές, Tim. lex. Plat. ἀμφιϑαλής, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουροθαλής — κουροθαλής, ές, θηλ. και κουροθάλεια (Α) 1. αυτός που θάλλει εκ νέου, που ξαναβλαστάνει 2. αυτός που ανατρέφει νέους («κουροθάλεια δάφνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + θαλής (< θάλος, το < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, νεη θαλής, οικο θαλής] … Dictionary of Greek
ορειθαλής — ὀρειθαλής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει στα όρη («ὀρειθαλὴς δρῡς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. οικο θαλής] … Dictionary of Greek