οἰκο-δὀμος

οἰκο-δὀμος

οἰκο-δὀμος, ein Haus bauend, übh. der Baumeister; Plat. Prot. 319 b u. öfter; Xen. Hell. 7, 2, 20 u. Sp., wie Plut. Ages. 26, Luc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… …   Dictionary of Greek

  • ναοδόμος — ναοδόμος, ον (Α) αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη ναοδομία («ναοδόμος τέχνη», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + δόμος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθο δόμος, οικο δόμος] …   Dictionary of Greek

  • πολεοδόμος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικός στην πολεοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, εως + συνδετικό φωνήεν ο + δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω»), πρβλ. οικο δόμος] …   Dictionary of Greek

  • τειχοδόμος — ὁ, Α οικοδόμος τείχους ή τειχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + δόμος (< δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οικο δόμος, πυργο δόμος] …   Dictionary of Greek

  • τοιχοδόμος — ο, ΝΑ τοιχοποιός, κτίστης τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + δόμος (< δόμος < δέμω «κτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οἰκο δόμος. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. toko domo)] …   Dictionary of Greek

  • dem-, demǝ- —     dem , demǝ     English meaning: to build; house     Deutsche Übersetzung: “bauen”, originally probably “zusammenfũgen”     Material: Gk. δέμω “build”, from the heavy basis participle perf. pass. δεδμημένος, Dor. (Pindar) νεόδμᾱτος “ newly… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • πυργοδόμος — ον, ΜΑ αυτός που οικοδομεί πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δόμος (< δέμω «χτίζω»), πρβλ. οικο δόμος] …   Dictionary of Greek

  • θολοδομία — η το σύνολο τών εργασιών τής κατασκευής θόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + δομία (< δομος < δόμος < δέμω), πρβλ. οικο δομία, τειχο δομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • κηροδομώ — κηροδομῶ, έω (Α) (για τις μέλισσες) οικοδομώ με κερί, κατασκευάζω κηρήθρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δομῶ (< δομώ < δόμος), πρβλ. λιθο δομώ, οικο δομώ] …   Dictionary of Greek

  • μελλόνυμφος — η, ο, θηλ. και ος (ΑM μελλόνυμφος, ον, θηλ. και μελλονύμφη) (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα αρχ. (για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ… …   Dictionary of Greek

  • πηλοδομώ — έω, Α (για τα χελιδόνια) χτίζω χρησιμοποιώντας λάσπη ως υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δομῶ (< δομος < δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. οικο δομώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”