- οἰκημάτιον
οἰκημάτιον, τό, dim. von οἴκημα, Zimmerchen; Plut. conj. praec. g. E.; Luc. as. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκημάτιον, τό, dim. von οἴκημα, Zimmerchen; Plut. conj. praec. g. E.; Luc. as. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικημάτιον — οἰκημάτιον, τὸ (Α) [οίκημα] 1. μικρή κατοικία, μικρό δωμάτιο, καμαρούλα 2. χαμόσπιτο … Dictionary of Greek
οἰκημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκηματίου — οἰκημάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκηματίων — οἰκημάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκημάτια — οἰκημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικηματάριον — το (Μ οἰκηματάριον) [οικημάτιον] βιβλίο βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής το οποίο περιέχει μελοποιημένους τους 24 «Οίκους» τής Ακολουθίας τού Ακάθιστου Ύμνου στη Θεοτόκο … Dictionary of Greek