- λᾱγέτης
λᾱγέτης, ὁ (λαός – ἄγω), Volksführer, Pind. Ol. 1, 89 P. 4, 107 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱγέτης, ὁ (λαός – ἄγω), Volksführer, Pind. Ol. 1, 89 P. 4, 107 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγέτης — λαγέτης, δωρ. τ. λαγέτας «ὁ (Α) ηγεμόνας, αρχηγός τού λαού («τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFᾱγέτᾱς, τ. που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή rawaketa. Ο τ. λαFαγέτης < λατός + αγέτης (< ἡγοῡμαι ή από ἄγω)… … Dictionary of Greek
λαγέτης — λᾱγέτης , λαγέτης masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέτα — λᾱγέτᾱ , λαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) λᾱγέτα , λαγέτης masc voc sg (doric) λᾱγέτᾱ , λαγέτης masc gen sg (doric aeolic) λᾱγέτα , λαγέτης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέταν — λᾱγέτᾱν , λαγέτης masc acc sg (epic doric aeolic) λᾱγέταν , λαγέτης masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέτας — λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc acc pl (doric) λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέτᾳ — λᾱγέται , λαγέτης masc nom/voc pl (doric) λᾱγέτᾱͅ , λαγέτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)