οἰκεῖος

οἰκεῖος

οἰκεῖος, ion. οἰκήϊος, auch 2 Endgn, 1) häuslich, zum Hause, zur Familie gehörig, verwandt; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; χεῖρας κρεῶν πλήϑοντες οἰκείας βορᾶς, Ag. 1193, = τῶν οἰκείων, der Verwandten; οἰκεῖα πάϑη, Soph. Ai. 253; οἰκείας εἰς ἄτας ἐμπίπτεις, El. 208; πένϑος οἰκεῖον, um den Sohn, Ant. 1234; οἰκεία χϑών, das Vaterland, 1188; ἄνδρα οἰκήϊον, einen Verwandten, Her. 1, 108; den συγγενεῖς entsprechend, 3, 119; τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηϊωτάτων, von den nächsten Verwandten, 3, 65. 5, 5; κατὰ τὸ οἰκεῖον, nach der Verwandtschaft, Thuc. 1, 9; τινί, Plat. oft, der es mit φίλος vrbdt, u. Euthyphr. 4 b εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος gegenüberstellt, wie Rep. V, 463 b; τὸ μὲν οἰκεῖον καὶ συγγενές, ib. 470 b; καὶ γνώριμοι, II, 376 b; οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους, Phaed. 89 d; ὁ τούτων οἰκεῖος u. ἡμῖν οἰ. κειότατος ἦν Is. 1, 28, s. auch zu Ende; – befreundet, οὐδὲν οἰκεῖον, πάντα δὲ ἡγοῠνται πολέμια, Pol. 4, 3, 1, öfter. – 2) in Beziehung auf den Besitz, eigen, eigenthümlich; τὸ οἰκεῖον πιέζει πάνϑ' ὅμως, Pind. N. 1, 53; παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, οἰκεῖον ἢ 'ξ ἄλλου τινός, Soph. O. R. 1162, πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰ. κείας χερὸς ὄλωλεν, oder von eigener Hand, Ant. 1161; οὐ τὰ τῶν Ἰώνων πάϑεα, ἀλλὰ τὰ οἰκήϊα, Her. 1, 153; ὡς οἰκείας αὐτῷ ταύτης οὔσης τῆς ἐπιστήμης, Plat. Polit. 266 e; τὴν οἰκείαν λιπόντες φύσιν, Soph. 264 e; τῶν οἰκείων χρημάτων ἐπιμελούμενοι, Legg. IX, 627 d; Ggstz τὰ τῆς πόλεως, Apol. 23 b; νομίσῃ τε μηδεὶς ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰκεῖον κίνδυνον ἕξειν, Thuc. 3, 13; auch im Ggstz von κοινός u. πολιτικός, den Privatmann betreffend, Her. 1, 45. 5, 47, Thuc. u. A.; οὐδὲν ἐμοὶ πρὸς τούτους οἰκεῖον οὐδὲ κοινὸν γέγονεν, Dem. 19, 236; πρὸς τοὺς οἰκείους πο-λέμους οἰκείᾳ χρῆσϑαι δυνάμει, 13, 7. – 3) wozu geeignet, geschickt; οὔτε οἶδε καλὸν οὐδὲν οὐδ' οἰκήϊον, Her. 3, 81, noch was sich schickt; vgl. Plut. Symp. 8, 4, 3, τοὺς ῥήτορας ἐάσομεν περαίνειν τὸ οἰκεῖον, das ihnen Eigenthümliche, ihre Pflicht; οἰκείαν τιμὴν τῷ ἡβῶντι, Plat. Rep. V, 468 d; οἰκειοτάτη γοῠν διάλεκτος αὕτη αὐτοῖς, Theaet. 183 b; λόγους οἰκείους καὶ ἀναγκαίους τῇ γραφῇ ποιεῖν, Dem. 18, 59; adv., εἰ μέλλει οἰκείως λέγεσϑαι, Plat. Rep. III, 397 c; οἰκειότερος καιρός, passendere Gelegenheit, Pol. 3, 8, 9; auch πρός τι, 5, 105, 1; auch geneigt wozu, λίαν οἰκείους ὄντας τῶν τοιούτων ἐγχειρημάτων, 4, 57, 4; πάντα ἦν οἰκεῖα τῆς μεταβολῆς, 14, 9, 5, oft; dah. οἰκείως διακεῖσϑαι πρός τι, zu Etwas geneigt sein, 13, 1, 2, wie οἰκειότατα ἔχειν πρός τι, 5, 106, 4; aber οἰκειότατα χρῆσϑαί τινι ist = sehr vertraut mit Einem umgehen, Is. 6, 1; u. so οἰκείως ἔχειν πρός τινα, in freundschaftlichem Verhältnisse zu Einem stehen, Thuc. 6, 57, wie Xen. Mem. 2, 7, 9 vrbdt φιλικώτερον καὶ οἰκειότερον ἀλλήλοις ἕξετε; – οἰκειοτέρως ἔχειν, Ath. V, 177 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἰκεῖος — in masc nom sg οἰκεῖος in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

  • οικείος — α, ο 1. στενός συγγενής, οικογενειακός, σπιτικός άνθρωπος. 2. πολύ γνώριμος, γνωστός, δικός μου, φίλος μου. 3. πληθ. οικείοι στενοί συγγενείς, φίλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκεῖα — οἰκεῖος in neut nom/voc/acc pl οἰκεῖος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκεῖε — οἰκεῖος in masc voc sg οἰκεῖος in masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκεῖοι — οἰκεῖος in masc nom/voc pl οἰκεῖος in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειόταθ' — οἰκεῑότατα , οἰκεῖος in adverbial superl οἰκεῑότατα , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc superl pl οἰκεῑότατα , οἰκεῖος in adverbial superl οἰκεῑότατα , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc superl pl οἰκεῑότατε , οἰκεῖος in masc voc superl sg οἰκεῑότατε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότατ' — οἰκεῑότατα , οἰκεῖος in adverbial superl οἰκεῑότατα , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc superl pl οἰκεῑότατα , οἰκεῖος in adverbial superl οἰκεῑότατα , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc superl pl οἰκεῑότατε , οἰκεῖος in masc voc superl sg οἰκεῑότατε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότερον — οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in adverbial comp οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in masc acc comp sg οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc comp sg οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in adverbial comp οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in masc acc comp sg οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκεῖ' — οἰκεῖο , οἰκέω inhabit pres opt mp 2nd sg (epic ionic) οἰκεῖαι , οἰκέω inhabit pres ind mp 2nd sg (epic ionic) οἰκεῖα , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc pl οἰκεῖα , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc pl οἰκεῖε , οἰκεῖος in masc voc sg οἰκεῖε , οἰκεῖος in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειοτάτας — οἰκεῑοτάτᾱς , οἰκεῖος in fem acc superl pl οἰκεῑοτάτᾱς , οἰκεῖος in fem gen superl sg (doric aeolic) οἰκεῑοτάτᾱς , οἰκεῖος in fem acc superl pl οἰκεῑοτάτᾱς , οἰκεῖος in fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”