οἰκιήτης, ὁ, ion. = οἰκέτης; Pherecyd. bei D. L. 1, 122; Hdn. Eust. 468.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικιήτης — οἰκιήτης, ιων. τ. και αττ. τ. οἰκιάτης και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α) οικέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκία + κατάλ. ήτης (πρβλ. κωμ ήτης, λιμν ήτης)] … Dictionary of Greek
οικιάτης — οἰκιάτης, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. οικιήτης … Dictionary of Greek