- οἰκείωμα
οἰκείωμα, τό, das Angeeignete, zum Freunde oder Verwandten Gewonnene, Verwandtschaft, D. Hal. rhet. 7, 5; übertr., τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον τὴν Αἰτναίαν σποδόν, Strab. 6, 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκείωμα, τό, das Angeeignete, zum Freunde oder Verwandten Gewonnene, Verwandtschaft, D. Hal. rhet. 7, 5; übertr., τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον τὴν Αἰτναίαν σποδόν, Strab. 6, 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικείωμα — οἰκείωμα, τὸ (Α) [οικειώ] 1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῡτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.) 2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία 3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα… … Dictionary of Greek
οἰκείωμα — private neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειώμασι — οἰκείωμα private neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειώματος — οἰκείωμα private neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικειωματικός — οἰκειωματικός, ή, όν (Α) [οίκείωμα] (για επίθ.) κτητικός … Dictionary of Greek