- οἰκανός
οἰκανός, nach Hesych. = οἰκεῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκανός, nach Hesych. = οἰκεῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανατρεπτικός — ή, ό 1. οικανός για ανατροπή, επαναστατικός: Οι ανατρεπτικές ενέργειες των γνωστών κύκλων έπεσαν στο κενό. 2. αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι: Η απόφαση του δικαστηρίου έτασσε ανατρεπτική προθεσμία δυο μηνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)