οἰκειωτικός

οἰκειωτικός

οἰκειωτικός, sich aneignend, τέχνη, Plat. Soph. 223 b; passend, πρός τι, im Ggstz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικειωτικός — οἰκειωτικός, ή, όν (Α) [οικειώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.) 2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • οἰκειωτικῶν — οἰκειωτικός appropriative fem gen pl οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικόν — οἰκειωτικός appropriative masc acc sg οἰκειωτικός appropriative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικαί — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικοῦ — οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικῆς — οἰκειωτικός appropriative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτική — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικήν — οἰκειωτικός appropriative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικῶς — οἰκειωτικός appropriative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”