- θᾱκεύω
θᾱκεύω, sitzen; ἐν ἀποχωρήσει ἐπὶ δίφρων Plut. Lyc. 20, auf dem Nachtstuhl sitzen; vgl. Artemid. 1, 2. Von ϑᾶκος = ϑακέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θᾱκεύω, sitzen; ἐν ἀποχωρήσει ἐπὶ δίφρων Plut. Lyc. 20, auf dem Nachtstuhl sitzen; vgl. Artemid. 1, 2. Von ϑᾶκος = ϑακέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θακεύω — (Α) αποπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ευφημισμός < θάκος + κατάλ. εύω (πρβλ. θαλαμ εύω, ιππ εύω)] … Dictionary of Greek
θακεύουσι — θᾱκεύουσι , θακεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θᾱκεύουσι , θακεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θακεύουσιν — θᾱκεύουσιν , θακεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θᾱκεύουσιν , θακεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου … Dictionary of Greek
θακεύειν — θᾱκεύειν , θακεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θακεύοντας — θᾱκεύοντας , θακεύω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θακεύων — θᾱκεύων , θακεύω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθακεύειν — συνθᾱκεύειν , σύν θακεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)