οικεύς — οἰκεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α) 1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος τού σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.) 2. υπηρέτης, δούλος, οικέτης* («οἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ ἐκσωθεὶς μόνος» … Dictionary of Greek
οἰκεύς — inmate of one s house masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκῆας — οἰκεύς inmate of one s house masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκῆες — οἰκεύς inmate of one s house masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκῆος — οἰκεύς inmate of one s house masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήων — οἰκεύς inmate of one s house masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sklaverei bei Homer — In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr) zahlreiche Hinweise über unfreie… … Deutsch Wikipedia
Sklaverei in den homerischen Epen — In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr.) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr.) zahlreiche Hinweise… … Deutsch Wikipedia
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
οἰκεῖς — οἰκέω inhabit pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) οἰκεύς inmate of one s house masc acc pl (ionic) οἰκεύς inmate of one s house masc nom/voc pl (ionic parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)