- οἰκειωματικός
οἰκειωματικός, die Verwandtschaft betreffend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκειωματικός, die Verwandtschaft betreffend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικειωματικός — οἰκειωματικός, ή, όν (Α) [οίκείωμα] (για επίθ.) κτητικός … Dictionary of Greek