- οἰκετεία
οἰκετεία, ἡ, Hausgesinde, Dienerschaft, Luc. Merc. cond. 15; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκετεία, ἡ, Hausgesinde, Dienerschaft, Luc. Merc. cond. 15; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκετεία — οἰκετείᾱ , οἰκετεία household of slaves fem nom/voc/acc dual οἰκετείᾱ , οἰκετεία household of slaves fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικετεία — οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) [οικέτης] 1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.) 2. καταναγκαστική εργασία,… … Dictionary of Greek
οἰκετείας — οἰκετείᾱς , οἰκετεία household of slaves fem acc pl οἰκετείᾱς , οἰκετεία household of slaves fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετείαν — οἰκετείᾱν , οἰκετεία household of slaves fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετείαις — οἰκετεία household of slaves fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικετία — οἰκετία, ἡ (Α) βλ. οικετεία … Dictionary of Greek