οἰκετία

οἰκετία

οἰκετία, ἡ, = οἰκετεία, Ios. u. als v. l. bei Andern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικετία — οἰκετία, ἡ (Α) βλ. οικετεία …   Dictionary of Greek

  • οικετεία — οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) [οικέτης] 1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.) 2. καταναγκαστική εργασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”