οἰκιτιεύς, ὁ, v. l. für οἰκετιευς, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικιτιεύς — οἰκιτιεύς ή, κατά διόρθ., οἰκετιεύς, ο (Α) κωμική λέξη για τον οικέτη («δεῑν γὰρ οὕτως ἔχειν Περσαῑον Ζήνωνος οἰκιτιέα», Βίων στον Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού οἰκέτης, για λογοπαίγνιο στη λ. Κιτιεύς] … Dictionary of Greek
οικετιεύς — οἰκετιεύς, ὁ (Α) βλ. οἰκιτιεύς … Dictionary of Greek