οἰκετιεύς

οἰκετιεύς

οἰκετιεύς, ὁ, = οἰκέτης, Sklave, Bion bei Ath. IV, 162 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικετιεύς — οἰκετιεύς, ὁ (Α) βλ. οἰκιτιεύς …   Dictionary of Greek

  • οικιτιεύς — οἰκιτιεύς ή, κατά διόρθ., οἰκετιεύς, ο (Α) κωμική λέξη για τον οικέτη («δεῑν γὰρ οὕτως ἔχειν Περσαῑον Ζήνωνος οἰκιτιέα», Βίων στον Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού οἰκέτης, για λογοπαίγνιο στη λ. Κιτιεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”