- οἰκετικός
οἰκετικός, den οἰκέτης betreffend, dem Diener, Sklaven gehörig; ὀνόματα, Plat. Soph. 226 b; διακονίαι, Arist. pol. 2, 3; τὸ οἰκετικόν, die Dienerschaft, Plut. Sull. 9; D. Sic. exc. 36, 1 g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκετικός, den οἰκέτης betreffend, dem Diener, Sklaven gehörig; ὀνόματα, Plat. Soph. 226 b; διακονίαι, Arist. pol. 2, 3; τὸ οἰκετικόν, die Dienerschaft, Plut. Sull. 9; D. Sic. exc. 36, 1 g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικετικός — οἰκετικός, ή, όν (ΑΜ) [οικέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη τής οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», Ιώσ.) 2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν (με… … Dictionary of Greek
οἰκετικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετικά — οἰκετικός of neut nom/voc/acc pl οἰκετικά̱ , οἰκετικός of fem nom/voc/acc dual οἰκετικά̱ , οἰκετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετικῶν — οἰκετικός of fem gen pl οἰκετικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετικόν — οἰκετικός of masc acc sg οἰκετικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετικαῖς — οἰκετικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετικοῖς — οἰκετικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετικοῦ — οἰκετικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετικᾶς — οἰκετικός of fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετικῆς — οἰκετικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετικῇ — οἰκετικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)