οἰκετεύω

οἰκετεύω

οἰκετεύω, ein οἰκέτης sein, bewohnen; χαίρουσα τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις, Eur. Alc. 439; οἰκετεύεται erkl. Hesych. συνοικεῖ, Diener sein.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικετεύω — οἰκετεύω (Α) [οικέτης] 1. οικώ, κατοικώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «οἰκετεύεται, συνοικεῑ» …   Dictionary of Greek

  • οἰκετεύσω — οἰκετεύω inhabit aor subj act 1st sg οἰκετεύω inhabit fut ind act 1st sg οἰκετεύω inhabit aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετεύεται — οἰκετεύω inhabit pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετεύοις — οἰκετεύω inhabit pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠικέτευεν — ᾠκέτευεν , οἰκετεύω inhabit imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”