- οἰκεσία
οἰκεσία, ἡ, = οἰκετεία, f. L., Lob. Phryn. 505.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκεσία, ἡ, = οἰκετεία, f. L., Lob. Phryn. 505.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοικεσία — και κατοικησία, ἡ (Α) κατοίκηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με συριστικοποίηση τού τ + κατάλ. ία), πρβλ. απ οικεσία, παρ οικεσία] … Dictionary of Greek
πανοικεσία — και πανοικησίᾳ Α επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. *πανοικεσία < παν * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με… … Dictionary of Greek
κατοικέσια — και κατοικήσια, τὰ (Α) (ενν. ιερά) ετήσια γιορτή για την επέτειο ίδρυσης αποικίας σ έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικέσια (< οἰκέσια πληθ. τού οἰκέσιον < θ. οικέτ τού οἰκέτ ης με συριστικοποίηση τού τ + κατάλ. ιον), πρβλ. μετ οικέσιον … Dictionary of Greek
παροικεσία — ἡ, Α παροικία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οικεσία (< θ. οἰκετ τού οίκέτης με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι + κατάλ. ία), πρβλ. κατ οικεσία] … Dictionary of Greek