- οἰκισμός
οἰκισμός, ὁ, = οἴκισις; πόλεων, Plat. Legg. IV, 708 d; einzeln bei Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκισμός, ὁ, = οἴκισις; πόλεων, Plat. Legg. IV, 708 d; einzeln bei Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκισμός — foundations masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικισμός — ο (Α οἰκισμός) [οικίζω] 1. εγκατάσταση αποίκων σε έναν τόπο, αποίκιση, αποικισμός 2. ίδρυση, θεμελίωση πόλεων («πόλεων οἰκισμοί», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανεξάρτητο συνήθως σύνολο πρόχειρων ή λιγοστών κατοικιών σε ορισμένο τόπο, συνοικισμός («αγροτικός … Dictionary of Greek
οικισμός — ο 1. η εγκατάσταση κατοίκων σ έναν τόπο: Ο οικισμός της περιοχής συνεχίζεται. 2. συνοικισμός, σύνολο σπιτιών: Σχέδια αγροτικών οικισμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιμναίος οικισμός — Οικισμός που δημιουργείται από καλύβες ορθωμένες πάνω σε ένα σανίδωμα, το οποίο υποστηρίζεται από πασσάλους μπηγμένους στον πυθμένα ή στις όχθες μιας λίμνης ενός βάλτου ή ενός τενάγους από τύρφη. Αρκετά διαδεδομένοι κατά τη νεολιθική εποχή (περ.… … Dictionary of Greek
Σταυροβρύση — Οικισμός (116 κάτ., υψόμ. 850 μ.). Ανήκει διοικητικά στην κοινότητα Ελάτης, της επαρχίας Άρτας, του ομώνυμου νομού. Σταυροδρόμι. Όνομα εφτά οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (192 κάτ., υψόμ. 300 μ.) στην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα … Dictionary of Greek
Σκάρα Μπράε — Οικισμός νεολιθικής εποχής που αποκαλύφτηκε το 1851 στην ακτή του κόλπου του Σκέιλ, στο νησί Πομόνα του αρχιπέλαγους των Ορκάδων. Μαζί με τις νεολιθικές οικίες, από ακατέργαστες ασύνδετες πέτρες, βρέθηκαν οστέϊνα και λίθινα εργαλεία, είδη… … Dictionary of Greek
Τρεχλό — Οικισμός (υψόμ. 760 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων, του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Λαπάθεια (υψόμ. 720 μ.) … Dictionary of Greek
Τρίβουνο — Οικισμός (υψόμ. 1.260 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (29 τ. χλμ.) στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Καλογερίτσα (υψόμ. 1.100 μ.) … Dictionary of Greek
Παναγία — Οικισμός (υψόμ. 360 μ.) της πρώην επαρχίας Kέας, του νομού Kυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου. * * * και Παναγιά, η (ΑΜ Παναγία) η πιο συνηθισμένη προσωνυμία τής Θεοτόκου, η κατά πάντα αγία και πάναγνη νεοελλ. 1. μτφ. το άκρο άωτο… … Dictionary of Greek
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
γιοφύρι — Οικισμός (2 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεάπολης. * * * το βλ. γεφύρι … Dictionary of Greek