οἰκιστής

οἰκιστής

οἰκιστής, ὁ, = οἰκιστήρ, Ansiedler, Gründer einer Pflanzstadt, Thuc. 6, 3, νήσων, 1, 4; οἰκισταὶ ἐγένοντο Σπάρτης, Isocr. 4, 61; πόλεως, Plat. Rep. II, 379 a; Sp., wie App.; Luc. Dea Syr. 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἰκιστής — colonizer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικιστής — ο (Α οἰκιστής) [οικίζω] αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας αρχ. 1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη 2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί (στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε… …   Dictionary of Greek

  • οικιστής — ο αυτός που ιδρύει πόλη ή αποικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκισταῖς — οἰκιστής colonizer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκισταί — οἰκιστής colonizer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστοῦ — οἰκιστής colonizer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῇ — οἰκιστής colonizer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστέων — οἰκιστής colonizer masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστήν — οἰκιστής colonizer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῶν — οἰκιστής colonizer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστά — οἰκιστά̱ , οἰκιστής colonizer masc nom/voc/acc dual οἰκιστής colonizer masc voc sg οἰκιστής colonizer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”