- οἰκιστήριον
οἰκιστήριον, τό, = οἰκητήριον, Schol. Ar. Av. 409.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκιστήριον, τό, = οἰκητήριον, Schol. Ar. Av. 409.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικιστήριον — οἰκιστήριον, τὸ (Α) οίκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον) … Dictionary of Greek