οἰκιστήρ

οἰκιστήρ

οἰκιστήρ, ῆρος, ὁ, der Ansiedler, Gründer eines Ortes; χϑονός, Pind. O. 7, 30 P. 1, 31; Λιβύας, 4, 6; Orak. bei Her. 4, 155; Bewohner, Aesch. Spt. 19 u. sp. D., wie Ep. ad. 209 (App. 386), χώρης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικιστήρ — οἰκιστήρ, ήρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.) 2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο τού αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω …   Dictionary of Greek

  • οἰκιστήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῆρα — οἰκιστήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῆρας — οἰκιστήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῆρι — οἰκιστήρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῆρος — οἰκιστήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”