- οἰκιστικός
οἰκιστικός, den Erbauer betreffend, adv., bei Poll. 9, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκιστικός, den Erbauer betreffend, adv., bei Poll. 9, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκιστικός — fit for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικιστικός — ή, ό (Α οἰκιστικός, ή, όν) [οικιστής] νεοελλ. 1. ο σχετικός με την κατασκευή οικισμών («οικιστικός σχεδιασμός») 2. αυτός που αποτελείται από κατοικίες («οικιστικό σύνολο») 3. το θηλ. ως ουσ. η οικιστική σύγχρονη επιστήμη, κλάδος τής πολεοδομίας… … Dictionary of Greek
οἰκιστική — οἰκιστικός fit for fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστικῶς — οἰκιστικός fit for adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ekistics — The term Ekistics (coined by Konstantinos Apostolos Doxiadis in 1942) applies to the science of human settlements. [Ekistics Summary] It includes regional, city, community planning and dwelling design. It involves the study of all kinds of human… … Wikipedia
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek