- λᾱ-τομητός
λᾱ-τομητός, ή, όν, in Stein gehauen, κλῖμαξ, Strab. XIV, 670.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱ-τομητός, ή, όν, in Stein gehauen, κλῖμαξ, Strab. XIV, 670.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek