- λᾱ-τομεῖον
λᾱ-τομεῖον, τό, = λατόμιον, Strab. 12, 2, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱ-τομεῖον, τό, = λατόμιον, Strab. 12, 2, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τομεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομείον — τὸ, Α [τομεύς] λαβίδα, τσιμπίδα («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῡν ἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῡσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
τομέας — Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και… … Dictionary of Greek