- λᾱ-τομικός
λᾱ-τομικός, ή, όν, zum Brechen der Steine gehörig, σίδηρος, D. Sic. 3, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱ-τομικός, ή, όν, zum Brechen der Steine gehörig, σίδηρος, D. Sic. 3, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τομικός — ή, ό / τομικός, ή, όν, ΝΜΑ [τομή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τομή νεοελλ. φρ. α) «τομικό οστό» ανατ. η μοίρα τής φατνιακής απόφυσης τής άνω γνάθου που φέρει τους τομείς, τους κοπτήρες, και που ορίζεται από δύο ραφές, τις τομικές ραφές, αλλ … Dictionary of Greek