- λᾱ-τομέω
λᾱ-τομέω, Steine hauen und brechen, auch behauen, τὰ λατομούμενα ϑραύσματα D. Sic. 3, 12, πέτρας λατομοῠσι 5, 39, a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱ-τομέω, Steine hauen und brechen, auch behauen, τὰ λατομούμενα ϑραύσματα D. Sic. 3, 12, πέτρας λατομοῠσι 5, 39, a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Τομέως — Τομέω̆ς , Τομεύς one that cuts masc gen sg Τομεύς one that cuts masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομέως — τομέω̆ς , τομεύς one that cuts masc gen sg τομεύς one that cuts masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομέων — τομάω need cutting pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) τομεύς one that cuts masc gen pl τομέω̆ν , τομεύς one that cuts masc gen pl τομή fem gen pl (epic ionic) τομός cutting masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)