λᾱ-τύπος

λᾱ-τύπος

λᾱ-τύπος, , der Steinhauer, Steinmetz; Soph. bei Poll. 7, 118; Hippocr.; Philp. 78 (VII, 554).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τύπος — blow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • τύπος — ο 1. χτύπος, χτύπημα, πληγή. 2. ίχνος, αχνάρι, αποτύπωμα, στάμπα. 3. μήτρα, φόρμα, καλούπι. 4. μτφ., πρότυπο, υπόδειγμα: Είναι τύπος και υπογραμμός τιμιότητας. 5. σχέδιο, κανόνας, υποδειγματική μορφή. 6. η εξωτερική μορφή, τα επουσιώδη στοιχεία:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

  • Πόλις καὶ τύπος. — πόλις καὶ τύπος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εμπειρικός τύπος — Χημικός τύπος μιας ένωσης που δείχνει το είδος των ατόμων που την αποτελούν και τη μεταξύ τους αριθμητική σχέση, αλλά όχι και τον ακριβή αριθμό των ατόμων της ένωσης. Είναι δυνατόν περισσότερες από μία χημικές ενώσεις να έχουν τον ίδιο ε.τ., όπως …   Dictionary of Greek

  • Αθηναϊκός Τύπος — Καθημερινή πρωινή και απογευματινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε από τις 21 έως τις 27 Μαρτίου 1925. Την εφημερίδα εξέδωσαν από κοινού οι συνασπισμένοι εναντίον της απεργίας των τυπογράφων, ιδιοκτήτες των αθηναϊκών εφημερίδων …   Dictionary of Greek

  • Ανεξάρτητος Τύπος — Απογευματινή εφημερίδα, που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Ι.Α. Πουρνάρα και τον Κ.Μ. Κύρκο και κυκλοφορούσε από τον Μάρτιο του 1958 έως τον Απρίλιο του 1962 …   Dictionary of Greek

  • Ελεύθερος Τύπος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα, με εκδότη τον Α. Καβαφάκη. Η κυκλοφορία της υπήρξε βραχύβια (1916 17). 2. Ημερήσια εφημερίδα της Σμύρνης στη Μικρά Ασία, που ιδρύθηκε το 1918. Ο τίτλος της αναγραφόταν και στα τουρκικά …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”