- λώτισμα
λώτισμα, τό, die Blüthe, das Höchste, Schönste in seiner Art, ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα, Eur. Hel. 1609.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λώτισμα, τό, die Blüthe, das Höchste, Schönste in seiner Art, ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα, Eur. Hel. 1609.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λώτισμα — λώτισμα, τὸ (Α) [λωτίζομαι) 1. άνθος 2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
λώτισμα — a flower neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτίσματα — λώτισμα a flower neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)