θαλαμίς

θαλαμίς

θαλαμίς, ίδος, ἡ, = ϑαλαμεύτρια, Cramer's Anecd. Ox. 2 p. 376, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλαμίς — θαλαμίς, ίδος, ή (Α) [θάλαμος] η θαλαμηπόλος …   Dictionary of Greek

  • θαλαμίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμίν — θαλαμίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”