θαλαμίτης — θαλαμίτης, ό (Α) κωπηλάτης τής κατώτατης σειράς εδωλίων τής αρχαίας τριήρους ο οποίος είχε τα πιο κοντά κουπιά και τη μικρότερη αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. ιτης (πρβλ. λοχ ίτης, οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek
θαλαμῖται — θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμία — θαλαμίᾱ , θαλαμίας masc nom/voc/acc dual θαλαμίας masc voc sg θαλαμίᾱ , θαλαμίας masc voc sg (attic) θαλαμίᾱ , θαλαμίας masc gen sg (doric aeolic) θαλαμίας masc nom sg (epic) θαλαμίᾱ , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμίαι — θαλαμίας masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίας masc dat sg (attic doric aeolic) θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμίας — θαλαμίᾱς , θαλαμίας masc acc pl θαλαμίᾱς , θαλαμίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) θαλαμίᾱς , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc acc pl θαλαμίᾱς , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμίᾳ — θαλαμίαι , θαλαμίας masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίας masc dat sg (attic doric aeolic) θαλαμίαι , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc dat sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Olympias (trireme) — Olympias Career (Greece) … Wikipedia
Epithalamites — EPITHALAMITES, is, Gr. Ἐπιθαλαμίτης, ein Beynamen des Mercurius, unter welchem er in Euböa verehret wurde. Hesych. sub. h. v. Man will, es soll so viel als hochzeitlich, nuptialis, bedeuten. Gyrald. Synt. IX. col. 308. Allein, da Θαλαμίτης einen… … Gründliches mythologisches Lexikon
talamite — (del gr. «thalamítēs») m. En las naves antiguas de dos o más órdenes de remos, *remero de la fila inferior. * * * talamite. (Del gr. θαλαμίτης). m. En las naves antiguas de dos o más órdenes de remos, remero de la fila inferior … Enciclopedia Universal
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek