- λευκών
λευκών, ῶνος, ὁ, ein Hain von Weißpappeln.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκών, ῶνος, ὁ, ein Hain von Weißpappeln.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Λεύκων — masc nom/voc sg Λεύ̱κων , Λεῦκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκων' — Λεύκωνα , Λεύκων masc acc sg Λεύκωνι , Λεύκων masc dat sg Λεύκωνε , Λεύκων masc nom/voc/acc dual Λεύκωνα , Λευκώνης masc voc sg Λεύκωνα , Λευκώνης masc nom sg (epic) Λεύκωναι , Λευκώνης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος κωμωδιογράφος (5oς αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Άγνωνα. Μεταξύ των έργων του περιλαμβανόταν Ο όνος ασκοφόρος, Οι Φράτερες και Οι πρέσβεις, το οποίο βραβεύτηκε το 422 π.Χ. στα Λήναια, παίρνοντας… … Dictionary of Greek
Λευκῶν — Λεύκη leprosy fem gen pl Λευκή fem gen pl Λευκής masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκῶν — λεύκη leprosy fem gen pl λευκόν white neut gen pl λευκός light fem gen pl λευκός light masc/neut gen pl λευκόω whiten over pres part act masc voc sg (doric aeolic) λευκόω whiten over pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λευκόω whiten… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκων — λεῦκος a fish masc gen pl λευκόω whiten over imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λευκόω whiten over imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκών, μονή — Βλ. λ. Αγίου Χαραλάμπους, μονή … Dictionary of Greek
Λεύκωνα — Λεύκων masc acc sg Λευκώνης masc voc sg Λευκώνης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκωνι — Λεύκων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκωνος — Λεύκων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκωσιν — Λεύκων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)