λευκ-ώλενος

λευκ-ώλενος

λευκ-ώλενος, mit weißen Ellnbogen, weißarmig, gew. Beiwort der Hera, Hom. u. Hes.; auch Helena u. A., sogar Sklavinnen; Thyone, Pind. P. 3, 98; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκώλενος — η, ο (Α λευκώλενος, ον) αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («ἣ τέκε Περσεφόνην λευκώλενον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ὠλένη (πρβλ. γλαυκ ώλενος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”