- λευκ-ήρης
λευκ-ήρης, weiß gefugt, übh. weiß, ϑρίξ Aesch. Pers. 1013.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκ-ήρης, weiß gefugt, übh. weiß, ϑρίξ Aesch. Pers. 1013.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
λυσσήρης — λυσσήρης, ῆρες (Α) λυσσαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επίθημα ήρης* (πρβλ. λευκ ήρης, μον ήρης)] … Dictionary of Greek
ολιγήρης — ὀλιγήρης, ῆρες (Α) λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. ήρης (πρβλ. λευκ ήρης, μεσ ήρης)] … Dictionary of Greek
χαλεπήρης — ῆρες, και χαλεπηρής, ές, Α (ποιητ. τ.) χαλεπός («ὑβριστῇ Πελίῃ τελέων χαλεπηρὲς ἄεθλον», Μέμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + ήρης (Ι), πρβλ. λευκ ήρης] … Dictionary of Greek
λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek