λευκέα

λευκέα

λευκέα, , oder λευκαία, nach Eust. ὁ τῆς λεύκης φλοιός; Hesych. aber erkl. σχοῖνος, u. Moschion Ath. V, 206 f sagt εἰς δὲ σχοινία λευκαίαν ἐξ Ἰβηρίας, eine starke Hanf- oder Flachsart, zum Tauwerk gebraucht, vielleicht das spanische spartum.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκέα — λευκέα, ἡ (Α) βλ. λευκαία …   Dictionary of Greek

  • Λευκέα — Λευκής masc acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκαία — και, δ. γρφ., λευκέα, ἡ (Α) [λεύκη] 1. είδος ανθεκτικού φυτού κατάλληλου για κατασκευή σχοινιών, το σπάρτο 2. συνεκδ. το σχοινί 3. το φυτό λεύκα 4. (κατά τον Ευστ.) ο φλοιός τής λεύκας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”