- λευκ-έρυθρος
λευκ-έρυθρος, weißroth, Arist. physiogn. 2 u. Sp., die auch λευκ-ερυθρό-χρους, von weißrother Farbe, u. λευκ-ερυθρο-φωσφόρος bilden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκ-έρυθρος, weißroth, Arist. physiogn. 2 u. Sp., die auch λευκ-ερυθρό-χρους, von weißrother Farbe, u. λευκ-ερυθρο-φωσφόρος bilden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
λευκέρυθρος — η, ο (AM λευκέρυθρος, ον Α και λευκοέρυθρος, ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρυθρός] … Dictionary of Greek