- λευκ-άλφιτος
λευκ-άλφιτος, weiße Gerstengraupe, Gerstenmehl habend, so heißt Eretria, Sopat. bei Ath. IV, 160 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκ-άλφιτος, weiße Gerstengraupe, Gerstenmehl habend, so heißt Eretria, Sopat. bei Ath. IV, 160 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευάλφιτος — εὐάλφιτος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άλφιτος (< άλφιτον «πληγούρι»), πρβλ. λευκ άλφιτος, πολυ άλφιτος] … Dictionary of Greek
φειδάλφιτος — ίτου, ὁ, Α 1. αυτός που εξοικονομεί τα απαραίτητα για την ζωή 2. (γενικά) οικονόμος, φειδωλός. επίρρ... φειδαλφίτως Α 1. φειδωλά 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ τοῡ ἄλφιτον ὅ ἐστι πεφεισμένως τῶν ἀλφίτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι + ἄλφιτον… … Dictionary of Greek
πολυάλφιτος — ον, Α αυτός που παράγει πολλά άλφιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄλφιτον «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο κριθάρι, αλεύρι» (πρβλ. λευκ άλφιτος)] … Dictionary of Greek