- λευκίσκος
λευκίσκος, ὁ, eine Fischart, Weißfisch, Hices. bei Ath. VII, 306 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκίσκος, ὁ, eine Fischart, Weißfisch, Hices. bei Ath. VII, 306 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκίσκος — ο (Α λευκίσκος) [λεύκος] γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae … Dictionary of Greek
λευκίσκοι — λευκίσκος white mullet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίσκους — λευκίσκος white mullet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίσκων — λευκίσκος white mullet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γληνύ — Κοινή ονομασία του ψαριού λευκίσκος. Ανήκει στο γένος φυσοστόμων ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών. Έχει σώμα ψηλό και πεπιεσμένο, κεφάλι μικρό και πτερύγια μικρά. Ζει στα γλυκά νερά της Ευρώπης. Το γνωστότερο είδος είναι ο λευκίσκος ο… … Dictionary of Greek
δροσίνα — η ονομασία τού ψαριού Λευκίσκος* ο πελοποννήσιος … Dictionary of Greek
leuk- (*leuĝh-) — leuk (*leuĝh ) English meaning: bright, to shine; to see Deutsche Übersetzung: 1. “leuchten, licht”; 2. ‘sehen” Material: 1. O.Ind. rócatē ‘shines, seems”, Av. raočant “luminous”, O.Ind. rōca yati “läßt shine, beleuchtet”, Av.… … Proto-Indo-European etymological dictionary