λευκίτης

λευκίτης

λευκίτης, ὁ, = λευκός, Theocr. 5, 147.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκίτης — Πυριτικό ορυκτό του καλίου και του αργιλίου με χημικό τύπο KAlSi2O6, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων. Μακροσκοπικά εμφανίζεται με κρυστάλλους του κυβικού συστήματος, εικοσιτετραεδρικού σχήματος, μορφή την οποία αποκτά κατά τη στιγμή του… …   Dictionary of Greek

  • λευκίτης — λευκί̱της , λευκίτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίτας — λευκί̱τᾱς , λευκίτης masc acc pl λευκί̱τᾱς , λευκίτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • λευκιτοφόρος — ο (για πέτρωμα) αυτός που φέρει ως κύριο συστατικό λευκίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκίτης + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • τεφρίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, που προέρχεται από τη στερεοποίηση ενός βασικού μάγματος και χαρακτηρίζεται από την εξής ορυκτολογική σύσταση: αστριοειδή (λευκίτης ή νεφελίνης), ασβεστονατριούχο πλαγιόκλαστο και πυρόξενος (αυγίτης ή αιγιριναυγίτης).… …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”