- λευκο-πόρφυρος
λευκο-πόρφυρος, weiß u. purpurn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκο-πόρφυρος, weiß u. purpurn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινικοφαής — ές, Α αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση τού πορφυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] … Dictionary of Greek