λευκο-πτέρυξ

λευκο-πτέρυξ

λευκο-πτέρυξ, υγος, dasselbe, nur Conj. bei Ion im Schol. Ar. Pax 835.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυανοπτέρυξ — κυανοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, φοινικο πτέρυξ)] …   Dictionary of Greek

  • λινοπτέρυξ — λινοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λινόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτέρυξ (< πτερόν), πρβλ. λευκο πτέρυξ, μελανο πτέρυξ] …   Dictionary of Greek

  • φερεπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, τανυ πτέρυξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”