- λευκ-ανθίζω
λευκ-ανθίζω, weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανϑίζοντα ἴδωνται, τοῠτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανϑίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανϑίζοντες ὀφϑαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.