λευκ-ανθής

λευκ-ανθής

λευκ-ανθής, ές, weißblühend, ἄγνος Nic. Th. 530; weißschimmernd, σώματα Pind. N. 9, 23; κάρα, das schneeweiße Haupt des Greises, Soph. O. R. 742; vgl. Mel. 31 (XII, 165).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολοβανθής — ές (Α κολοβανθής και κολοβοανθής, ές) αυτός που έχει κολοβά άνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, φιλ ανθής] …   Dictionary of Greek

  • κυανανθής — κυανανθής, ές (Α) (για τη θάλασσα) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο χρώμα («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. κύανος + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, μελ ανθής] …   Dictionary of Greek

  • μελανθής — μελανθής, ές (Α) (ποιητ. λ.) αυτός που έχει μέλανα άνθη, δηλ. μαύρο χρώμα, μελαψός, μαυρειδερός («μελανθὲς ἡλιόκτυπον γένος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + ανθής < (ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, χρυσ ανθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυανθής — ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα 1. αυτός που έχει πολλά άνθη 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευ ανθής, λευκ ανθής] …   Dictionary of Greek

  • πρωϊανθής — ές, ΝΑ (για φυτά) αυτός που ανθίζει νωρίς, πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, νε ανθής] …   Dictionary of Greek

  • φερανθής — ές, ΜΑ αυτός που έχει άνθη («φερανθέος εἴαρος ὥρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, φιλ ανθής] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλανθής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει στολιστεί ή έχει κατασκευαστεί με διαφόρων ειδών λουλούδια, στολισμένος ή κατασκευασμένος με ποικίλα άνθη («ποικιλανθής στέφανος») αρχ. πολύχρωμος, παρδαλός («ποικιλανθὴς χιτών», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος +… …   Dictionary of Greek

  • σπανιανθής — ές, Ν 1. αυτός που ανθίζει σπάνια 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σπανιανθή φυτά τα οποία σπανίως ανθίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + ανθής (< άνθος), πρβλ. λευκ ανθής] …   Dictionary of Greek

  • υστερανθής — ές, Ν (για φυτό) αυτός που ανθίζει μετά την φυλλοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + ανθής (< άνθος), πρβλ. λευκ ανθής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσανθής — ές, Α 1. αυτός που έχει χρυσά άνθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσανθές χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. λευκ ανθής] …   Dictionary of Greek

  • λευκανθής — ές (AM λευκανθής, ές) (για φυτό) αυτός που έχει λευκά άνθη αρχ. μτφ. λευκός («χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. μελ ανθής, φιλ ανθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”