- λευκ-ανθεμίς
λευκ-ανθεμίς, ίδος, ἡ, = Folgdm, Plin. H. N. 22, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκ-ανθεμίς, ίδος, ἡ, = Folgdm, Plin. H. N. 22, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκάνθεμο — Ονομασία διαφόρων άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών. Βλ. λ. μαργαρίτα. * * * το (Α λευκάνθεμον) βοτ. ονομασία διαφόρων φυτικών ειδών τού αρχαίου γένους ανθεμίς, που, σύμφωνα με τη σημερινή κατάταξη, ανήκουν στην οικογένεια σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek