- λευκαντής
λευκαντής, ὁ, der Weißmachende, -färbende.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκαντής, ὁ, der Weißmachende, -färbende.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκαντής — λευκαντής, ο και λευκαστής, ο θηλ. άντρ(ι)α ο τεχνίτης που λευκαίνει διάφορα προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λευκαντής — ο, θηλ. λευκάντρια (AM λευκαντής) [λευκαίνω] αυτός που λευκαίνει κάτι νεοελλ. 1. ο ειδικός τεχνίτης που έχει ως έργο να λευκαίνει ή να αποχρωματίζει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα 2. (χημ. τεχνολ.) στερεά ή υγρή χημική ουσία που χρησιμοποιείται για τη … Dictionary of Greek
ALBINI et ALBANI — Tectores, parietes tectoriis seu incrustationibus inducunt, Glossae Graeco Lat. Κονιατὴς, Dealbator, Albinus, tector. Λευκαντὴς, Dealbator. Eorum opus Albarium. Vide supra Albarii et infra Album opus … Hofmann J. Lexicon universale
ηλιαστής — ἡλιαστής, ὁ (Α) [ηλιάζομαι] 1. δικαστής που αποτελούσε μέλος τού δικαστηρίου τής ηλιαίας 2. (γλώσσ.) γναφέας*, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων … Dictionary of Greek
λευκαντικός — ή, ό (Α λευκαντικός, ή, όν) [λευκαντής] αυτός που επιφέρει λεύκανση, ο κατάλληλος για λεύκανση («λευκαντική δύναμη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεύκανση ή στον λευκαντή («λευκαντική τέχνη») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
λευκαστής — ο [λευκάζω] λευκαντής … Dictionary of Greek