- λευκαντικός
λευκαντικός, zum Weißfärben geeignet, weiß machend; δύναμις Schol. Plat. Theaet. p. 360; λευκαντικῶς διατεϑῆναι, S. Emp. adv. log. 1, 192. 2, 397; λ. πάσχειν, Alles weiß sehen, 1, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκαντικός, zum Weißfärben geeignet, weiß machend; δύναμις Schol. Plat. Theaet. p. 360; λευκαντικῶς διατεϑῆναι, S. Emp. adv. log. 1, 192. 2, 397; λ. πάσχειν, Alles weiß sehen, 1, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκαντικός — ή, ό (Α λευκαντικός, ή, όν) [λευκαντής] αυτός που επιφέρει λεύκανση, ο κατάλληλος για λεύκανση («λευκαντική δύναμη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεύκανση ή στον λευκαντή («λευκαντική τέχνη») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
λευκαντικός — ή, ό ο κατάλληλος για λεύκανση: Χάρη στις λευκαντικές ιδιότητες αυτού του απορρυπαντικού τα ρούχα λάμπουν από καθαριότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λευκαντικήν — λευκαντικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκαντικῶς — λευκαντικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek