- λυρίζω
λυρίζω, die Lyra spielen, Anacr. 40, 4. 42, 12; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρίζω, die Lyra spielen, Anacr. 40, 4. 42, 12; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρίζω — play the lyre pres subj act 1st sg λυρίζω play the lyre pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρίζω — (AM) [λύρα] παίζω λύρα μσν. μτφ. επαναλαμβάνω συνεχώς την ίδια πράξη αρχ. τραγουδώ με συνοδεία λύρας … Dictionary of Greek
λυρίξω — λυρίζω play the lyre aor subj act 1st sg λυρίζω play the lyre fut ind act 1st sg λυρίζω play the lyre aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρίσω — λυρίζω play the lyre aor subj act 1st sg λυρίζω play the lyre fut ind act 1st sg λυρίζω play the lyre aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρίσαι — λυρίζω play the lyre aor inf act λυρίσαῑ , λυρίζω play the lyre aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυριζουσῶν — λυρίζω play the lyre pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυριῶ — λυρίζω play the lyre fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρίζειν — λυρίζω play the lyre pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρίζοντος — λυρίζω play the lyre pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρίζουσα — λυρίζω play the lyre pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυρίζων — λυρίζω play the lyre pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)